χαιτόσπερμο

χαιτόσπερμο
το, Ν
βοτ. γένος δικότυλων φυτών τών Φιλιππίνων, τής οικογένειας ρουτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaitospermum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”